-
1 величина
η τιμή, το μέγεθοςвекторная - η (διανυσματική ποσότητα, το διανυσματικό μέγεθοςзаданная - προδιαγεγραμμένη -, προκαθορισμένη -- звёздная первая{}вторая{} το πρώτο/δεύτερο μέγεθος του αστεριούкритическая - κρίσιμη -, το κρίσιμο μέγεθοςнепрерывная - το συνεχές μέγεθος, η συνεχής τιμήноминальная - ονομαστική -, το ονομαστικό μέγεθοςприближённая - κατά προσέγγιση, προσεγγιστική -размерная физическая - το φυσικό μέγεθος (τιμή, διάσταση) όπου τουλάχιστον μια συνιστώσα δεν είναι μηδενικήскалярная - η βαθμ(ιδ)ωτή ποσότητα, το βαθμ(ιδ)ωτό μέγεθοςцифровая - см. целая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > величина
-
2 натуральный
натуральный в рази. знач. φυσικός· γνήσιος (без примеси)' \натуральный шёлк το φυσικό μετάξι· в \натуральныйую величину σε φυσικό μέγεθος* * *в рази. знач.φυσικός; γνήσιος ( без примеси)натура́льншёлк — το φυσικό μετάξι
в натура́льную величину́ — σε φυσικό μέγεθος
-
3 натуральный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. φυσικός•натуральный цвет φυσικό χρώμα•
в -ую величину σε φυσικό μέγεθος•
-ые богатства ο φυσικός πλούτος•
-ая история φυσική ιστορία.
2. φυσικός (ως αντώνυμο του τεχνητός)•натуральный мд φυσικό μέλι•
натуральный шлк φυσικό μετάξι.
3. απροσποίητος•натуральный смех φυσικό γέλιο•
натуральный голос φυσική φωνή.
4. σε είδος, σε προϊόν•натуральный налог φόρος σε είδος•
натуральный обмен ανταλλαγή σε είδος•
-ое хозяйство φυσικό νοικοκυριό (παραγωγή ειδών ιδίας χρήσης).
εκφρ.натуральный ряд чисел – η φυσική σειρά των αριθμών (1, 2, 3, 4, 5 κλπ.)• -ая школа νατουραλιστική σχολή. -
4 величина
величин||аж1. τό μέγεθος/ ἡ ἔκ-ταση [-ις] (протяженность)! οἱ διαστάσεις (размеры):в натуральную \величинау́ σέ φυσικό μέγεθος·2. мат ἡ ποσότητα, τό ποσό[ν]:неизвестная \величина ὁ ἀγνωστος, ἡ ἄγνωστη ποσότητα· постоянная \величина ἡ σταθερά· бесконечно малая \величина τό ἀπειροελάχιστο[ν] μέγεθος·3. черен, (о человеке) ἡ ἐξοχό-τητα, ἡ προσωπικότητα:кру́пная \величина в нау́ке διαπρεπής ἐπιστήμονας. -
5 муляж
το ομοίωμα (το αντικείμενο σε φυσικό μέγεθος).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > муляж
-
6 чертёж
το σχέδι/ο, το διάγραμμαразбирать - в натуральных размерах мор. χαράζω/χαράσσω το - σε φυσικά μεγέθηстроительный - οικοδομικό -, κατασκευαστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чертёж
-
7 натуральный
натура́льн||ыйприл в разн. знач. φυσικός:в \натуральныйую величину́ σέ φυσικό μέγεθος· \натуральныйое хозяйство ἡ φυσική οἰκονομία -
8 неестественный
επ., βρ: -вен, -венна, -о;1. αφύσικος, μη φυσιολογικός•-ая смерть ο μη φυσιολογικός θάνατος.
2. προσποιητός, επιτηδευμένος•неестественный цвет лица το μη φυσικό χρώμα του προσώπου•
неестественный смех, улыбка το προσποιητό γέλιο, χαμόγελο.
3. αντικανονικός, ασυνήθης.4. εξαιρετικός, σπάν ιος•-ая величина εξαιρετικό μέγεθος.
См. также в других словарях:
μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… … Dictionary of Greek
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
πυκνότητα — Φυσικό μέγεθος, που μπορεί να οριστεί ως η ποσότητα της ύλης (μάζα) που περιέχεται στη μονάδα όγκου ενός σώματος. Πιο απλά, για ομοιογενή σώματα, η π. ορίζεται με το πηλίκο της μάζας διά του όγκου του θεωρούμενου σώματος, ενώ για τα μη ομοιογενή… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek
διάσταση — Όρος που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το μέγεθος, αναφορικά με το ύψος, το πλάτος και το μήκος. Επειδή η έννοια της δ. εμφανίζεται απλή και αυτονόητη, έως το 1910 δεν είχε δοθεί ένας αυστηρός ορισμός. Η εμπειρική προσέγγιση υπαγορεύει ότι… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
πόλωση — Φαινόμενο χαρακτηριστικό των εγκάρσιων κυμάτων –ιδιαίτερα των φωτεινών– που συνίσταται στην ταλάντωση των κυμάτων κατά ένα ορισμένο επίπεδο, το οποίο περιέχει τη διεύθυνση διάδοσης· το κάθετο επίπεδο προς εκείνο στο οποίο γίνεται η ταλάντωση… … Dictionary of Greek
τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… … Dictionary of Greek
κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… … Dictionary of Greek